ΠΑΡΑΤΗΡΩΝΤΑΣ
Πίσω ἀπὸ τὶς φραγκοσυκιὲς πέρασε ὁ ἀγωγιάτης μὲ τ᾽ ἄλογό του.
Τὸν εἶδα - λέει· γνωρίζω τὶς φραγκοσυκιές· τὸν ἀγωγιάτη δὲν τὸν γνωρίζω.
Ἕνα πουλὶ πέταξε ἀπὸ τὴ στέγη· κάθησε στὸ κλαδί· πέταξε πάλι.
Μιὰ πετσέτα ἀνεμίζει στὸ σύρμα τῆς πλύσης - μιὰ γραμμὴ γαλάκια,
μιὰ κόκκινη, μιὰ πορτοκαλιά· - κυματίζουν· ἐπάνω τους διακρίνω
τὶς ἄρρυθμες χειρονομίες τοῦ ἀνέμου (τάχα ἀπειλητικές, - δὲν εἶναι).
Εἶμαι χαρούμενος ποὺ βλέπω ἀκόμη - λέει. Κ᾽ εἶμαι ἐγὼ ποὺ ὑπαγορεύω
αὐτὰ ποὺ παίζουν οἱ τυφλοὶ μὲ τὰ ὄργανά τους στὶς γωνίες τῶν δρόμων.
Τ᾽ ἀκορντεὸν κ᾽ ἡ κιθάρα εἶναι παλιὲς προσωπίδες φοβισμένων ἡρώων
γιατί, πιόπερο ἀπ᾽ ὅλους μας, οἱ ἥρωες φοβοῦνται καὶ μιμοῦνται.
Γιάννις Ρίτσος
OSSERVANDO Dietro i fichidindia passò
il carrettiere con il suo cavallo. Trad. di Nicola Crocetti
|
Musicanti ciechi. Come il suonatore di ghironda – la viola da orbo – di Georges de la Tour. Come i suoi colleghi che all’osteria si danno un fracco di botte – botte da orbi.
Come gli «orbi che sonano» che rallegrano il Campiello, e che – come precisa puntualmente il Goldoni – «non parlano».